αβγώνω

αβγώνω
άβγωσα, αβγωμένος (κυρίως για ψάρια), είμαι γεμάτος αβγά: Την άνοιξη τα ψάρια αβγώνουν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αβγώνω — [αβγό] 1. αβγοκόβω 2. (αμετάβατο) (για κότες, ψάρια) είμαι γεμάτος αβγά 3. αρχίζω να γίνομαι πλούσιος 4. παχαίνω 5. (μτχ. παθ. πρκμ.) ο αβγωμένος πλούσιος, παχύς …   Dictionary of Greek

  • αβγωμένος — η, ο [αβγώνω] ο γεμάτος αβγά …   Dictionary of Greek

  • αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”